βασανιστηρίων

βασανιστηρίων
βασανιστήριον
question-chamber
neut gen pl
βασανιστήριος
of
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κανγκ — το άκλ. όργανο βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν στην Κίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγλλ. cang(ue) < γαλλ. cangue < πορτογαλ. canga. Η λ. είναι πιθ. κελτ. προελεύσεως και συνδέεται με το αρχ. ιρλ. camm «στρεβλός, κυρτός»] …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • ομολογητής — Χριστιανός, που εξαιτίας της ομολογίας της χριστιανικής του πίστης διώχτηκε και βασανίστηκε αλλά, παρά το γεγονός αυτό, κατόρθωσε τελικά να επιζήσει. Η εκκλησία, εκτός από τους μάρτυρες που πέθαναν από τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, τιμά και… …   Dictionary of Greek

  • Αμφικράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σάμου (6oς αι. π.Χ.). Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι Σάμιοι πραγματοποίησαν εκστρατεία εναντίον της Αίγινας. Οι απώλειες και στα δύο στρατόπεδα ήταν μεγάλες. 2. Αθηναίος γλύπτης (6ος 5ος αι. π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Απήγα — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Σύζυγος του τυράννου της Σπάρτης Νάβη (περ. 200 π.Χ.). Βασάνισε τις γυναίκες των ευπόρων Αργείων και τους αφαίρεσε τα κοσμήματά τους για να εισπράξει καθυστερημένους φόρους. Ο Νάβης είχε κατασκευάσει μηχανή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”